- στενότητας
- στενότηςnarrownessfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στενότητα — η / στενότης, ητος, ΝΜΑ, και ιων. τ. στεινοτης Α [στενός] 1. η ιδιότητα τού στενού, το να είναι κάτι στενό («στενότητα χώρου») 2. συνεκδ. έλλειψη, ανεπάρκεια (α. «οικονομική στενότητα» ποσοτική και ποιοτική ανεπάρκεια αγαθών και παραγωγικών… … Dictionary of Greek
κάλλοφις — (Callophis). Γένος πρωτερόγλυφων φιδιών, ιθαγενών της Ασίας. Περιλαμβάνει δυσκίνητα φίδια με μακρύ κυλινδρικό σώμα και κοντή ουρά. Τα φίδια αυτά ξεκουράζονται κουλουριασμένα στο έδαφος και δαγκώνουν μόνο όταν δέχονται επίθεση. Αν και είναι… … Dictionary of Greek
κάμερσπιλ — (kammerspiel). Γερμανικός όρος που αναφέρεται στο θέατρο δωματίου. Υποδηλώνει έναν τύπο μικρού θεάτρου που εμφανίστηκε στη Γερμανία στις αρχές του 20ού αι., με σκοπό να παρουσιάζει έργα σύντομα και με λίγα πρόσωπα σε οικεία ατμόσφαιρα… … Dictionary of Greek
Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κιμώλου — Η Αρχαιολογική Συλλογή της Κιμώλου στεγάζεται προσωρινά σε ένα νοικιασμένο οίκημα στη Χώρα. Πρόκειται για ένα μικρό ενιαίο χώρο, που με δυσκολία χωράει τα ευρήματα από την πλούσια ιστορία του νησιού. Οι προθήκες της αίθουσας στεγάζουν κυρίως… … Dictionary of Greek
Χάρυβδις — Μυθικό τέρας που πλάστηκε από τη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων θαλασσοπόρων και εμφανίζεται στην Οδύσσεια για πρώτη φορά (μ. 104, κα. 441). Η X. και η Σκύλλα αποτελούν τα δύο δεινά, από τα οποία απειλούνται τα καράβια που διέρχονταν από τα… … Dictionary of Greek